buy up - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

buy up - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
BUY; Buy (disambiguation); Buy, Russia

buy up      

['bai'ʌp]

общая лексика

скупать

закупать

фразовый глагол

общая лексика

скупать

buy up      
скупать
buy up      
buy up а) скупать The company bought up all the other cinemas and so became free of competition. б) закупать Housewives, afraid of running short, have bought up all the sugar in the shops.

Ορισμός

buy up
If you buy up land, property, or a commodity, you buy large amounts of it, or all that is available.
The mention of price rises sent citizens out to their shops to buy up as much as they could...
The tickets will be on sale from somewhere else because the agencies have bought them up.
PHRASAL VERB: V P n (not pron), V n P

Βικιπαίδεια

Buy

Buy may refer to a trade, i.e., an exchange of goods and services via bartering or a monetary purchase.

The term may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για buy up
1. Virgin, McDonald‘s or Vodafone could buy up a firm.
2. To buy up such vast quantities of dollars, the Central Bank has to print more rubles.
3. French firms can buy up UK electricity companies, but UK firms can‘t buy French companies.
4. Gazprom has a long–term deal to buy up nearly all of Turkmenistan‘s gas until 2028.
5. Mr Ch ávez is also expected to buy up to $300m of Ecuadorean government bonds.
Μετάφραση του &#39buy up&#39 σε Ρωσικά